ψωροκακόμοιρος

ψωροκακόμοιρος
ο
θηλ. ψωροκακόμοιρη ο κακομοιριασμένος, ο υπερβολικά κακομοίρης: Μας κάνει τον ψωροκακόμοιρο.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ψωροκακόμοιρος — ο, Ν τρισάθλιος, ελεεινός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψώρα + κακόμοιρος] …   Dictionary of Greek

  • μοίρα — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 860 μ., 41 κάτ.) στην πρώην επαρχία Πάτρας του νομού Αχαΐας. Βρίσκεται νοτιοανατολικά της Πάτρας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Πατρέων. * * * η (ΑΜ μοῑρα, Α ιων. γεν. ης) 1. τμήμα ενός συνόλου χωρισμένου σε μέρη, τεμάχιο …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”